πύλη

πύλη
Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή βασιλική π. είναι η μεσαία από τις τρεις π., από την οποία έμπαινε κάποιος από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό. Σήμερα όμως ο όρος χρησιμοποιείται για τη μεσαία π. του ιερού (άγιο βήμα) του ναού.
* * *
η, ΝΜΑ
1. μεγάλη θύρα πόλης, ανακτόρου, φρουρίου, στρατοπέδου, στρατώνα, ναού ή άλλου μεγάλου οικοδομήματος
2. στενή δίοδος διά μέσου ορέων σε κάποιον τόπο
3. η είσοδος κτηρίου
4. φρ. «πύλαι Άδου»
α) οι θύρες από τις οποίες εισερχόταν κάποιος στον κάτω κόσμο
β) ο Άδης
νεοελλ.
1. ανατ. τμήμα ενός σπλάγχνου το οποίο γενικά εισέχει αποτελώντας το σημείο εισόδου τών αγγείων και τών νεύρων τού οργάνου (α. «ηπατικές πύλες» β. «νεφρικές πύλες»)
2. φρ. α) «ωραία πύλη» ή «πύλη μεγάλη» ή «πύλαι μεγάλαι» ή «πύλη αργυρά» ή «πύλαι αργυραί» ή «βασιλική πύλη» ή «βασιλικαί πύλαι» ή «πύλη τής Κιβωτού»
i) η μεσαία από τις τρεις πύλες με τις οποίες ο νάρθηκας, στον ναό τής Αγίας Σοφίας τής Κωνσταντινούπολης, συγκοινωνούσε με τον κυρίως ναό
ii) (σήμερα) η κεντρική πύλη που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο Ιερό Βήμα από την οποία εισέρχονται μόνο οι ιερουργοί
β) «υψηλή πύλη»
i) (αρχικά) η είσοδος τής σουλτανικής σκηνής
ii) (μετά την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης) το σουλτανικό ανάκτορο
iii) (αργότερα) το τμήμα τού ανακτόρου που στέγαζε το γραφείο τού Μεγάλου Βεζύρη και τών υπηρεσιών του
iv) (από τον 18ο αιώνα ώς το 1923, όταν η πρωτεύουσα τού τουρκικού κράτους μεταφέρθηκε στην Άγκυρα) η κυβέρνηση τού σουλτάνου
νεοελλ.-μσν.
η είσοδος τού ουρανού, τού παραδείσου κ.λπ. («ἡ πύλη τῆς πρὸς ἡμᾱς σου Κύριε συγκαταβάσεως», Μηναί.)
μσν.
επίθετο τής Παναγίας
αρχ.
1. το ένα από τα δύο φύλλα δίφυλλης θύρας
2. (στον εν. και στον πληθ.) η είσοδος τού τείχους πόλης
3. η είσοδος σκηνής
4. τελωνειακός σταθμός
5. δίοδος, άνοιγμα, στόμιο («ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς πύλας», Αθήν.)
6. αφετηρία σε ιπποδρόμιο
7. η πυλαία φλέβα
8. στον πληθ. αἱ πύλαι
α) τα θυρόφυλλα
β) μτφ. το σημείο από το οποίο εισέρχεται κάποιος κάπου, τα πρόθυρα («ἐν πύλαις γήρως», Δίων Κάσσ.)
γ) στενός πορθμός («Πύλαι Γαδειρίδες» — το στενό τού Γιβραλτάρ, Πίνδ.)
9. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Θερμοπύλες
10. φρ. α) «Πόντοιο πύλαι» ή «Κορίνθου πύλαι» ή «πύλαι τῆς Πελοποννήσου» ή «Πέλοπος νάσου θεόδμαται πύλαι» — ο Ισθμός τής Κορίνθου
β) «πύλαι καὶ δοχαὶ χολῆς» — το στόμιο τής χοληδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του τεχνικού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και λ. μέγαρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πύλη — one wing of a pair of double gates fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλῃ — πύλη one wing of a pair of double gates fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλη — Sp Pilė Ap Πύλη/Pyli L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πύλη, Υψηλή — (τουρκ. Μπαμπ Άαλι). Έτσι λεγόταν αρχικά η πύλη της σουλτανικής σκηνής στους καταυλισμούς των στρατοπέδων, όπου ο μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός του σουλτάνου) δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές. Αργότερα ονομάστηκε έτσι το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • πύλη — η 1. μεγάλη είσοδος, θύρα. 2. στον πληθ., πύλες διάβαση ανάμεσα σε βουνά ή σε βουνό και θάλασσα. 3. είσοδος σε μέρος του ναού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύλη — Πύλης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλῃ — Πύλης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδριανού, Πύλη — Θριαμβευτική αψίδα που έστησαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα Αδριανό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείο). Η πύλη, που σώζεται έως σήμερα, χώριζε άλλοτε την παλαιά πόλη του Θησέα από τη νέα, την Αδριανούπολη, που την… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλή Πύλη — Η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομαζόταν έτσι η πύλη της σουλτανικής σκηνής και μετά το ιδιαίτερο θολωτό δωμάτιο κοντά στην πύλη της δεύτερης αυλής του σαραγιού, όπου ο μέγας βεζύρης δεχόταν τους ξένους πρεσβευτές και δίκαζε… …   Dictionary of Greek

  • Αιόλου πύλη — Βλ. λ. αιολόσφαιρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”